- κανθηλικός
- κανθηλ-ικός, ή, όν,A belonging to a pack-saddle, σαγή prob. in PGoodsp.Cair.30xxxviii 16 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κανθηλικός — κανθηλικός, ή, όν (Α) [κανθήλιον] αυτός που αναφέρεται στο κανθήλιο, στον όνο («τιμή σάγης κανθηλικῆς» αξία σάγματος, σαμαριού όνου] … Dictionary of Greek